Created by: Kizsok
Number of Blossarys: 1
- English (EN)
- French (FR)
- Thai (TH)
- Polish (PL)
- Italian (IT)
- Bulgarian (BG)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Indonesian (ID)
- Estonian (ET)
- Spanish (ES)
- Russian (RU)
- Filipino (TL)
- Farsi (FA)
- Romanian (RO)
- Serbian (SR)
- Arabic (AR)
- Hindi (HI)
- Kazakh (KK)
- Dutch (NL)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Turkish (TR)
- Japanese (JA)
- Greek (EL)
- Hungarian (HU)
- Macedonian (MK)
- Lithuanian (LT)
- Spanish, Latin American (XL)
- Latvian (LV)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Malay (MS)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Armenian (HY)
- Vietnamese (VI)
- Tamil (TA)
- Latin (LA)
- Bosnian (BS)
- Slovenian (SL)
- Croatian (HR)
- Czech (CS)
- English, UK (UE)
- Bengali (BN)
- Georgian (KA)
- French (FR)
- Thai (TH)
- Polish (PL)
- Italian (IT)
- Bulgarian (BG)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Indonesian (ID)
- Estonian (ET)
- Spanish (ES)
- Russian (RU)
- Filipino (TL)
- Farsi (FA)
- Romanian (RO)
- Serbian (SR)
- Arabic (AR)
- Hindi (HI)
- Kazakh (KK)
- Dutch (NL)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Turkish (TR)
- Japanese (JA)
- Greek (EL)
- Hungarian (HU)
- Macedonian (MK)
- Lithuanian (LT)
- Spanish, Latin American (XL)
- Latvian (LV)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Malay (MS)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Armenian (HY)
- Vietnamese (VI)
- Tamil (TA)
- Latin (LA)
- Bosnian (BS)
- Slovenian (SL)
- Croatian (HR)
- Czech (CS)
- English, UK (UE)
- Bengali (BN)
- Georgian (KA)
Μητρώο που καταγράφει την κυριότητα, την κατοχή ή άλλα δικαιώματα σε γη, με σκοπό να αποδεικνύει την κυριότητα, να διευκολύνει τις συναλλαγές και να αποτρέπει την παράνομη διάθεση. Συνήθως εκδίδεται από ένα κυβερνητικό οργανισμό ή υπηρεσία.
Un document în care sunte specificate posesia, proprietatea sau alte drepturi asupra pământului și care furnizează dovada titlului, facilitează tranzacții și previne cedarea ilicită a bunului, publicate de obicei de agenții guvernamentale.
1. (Συνήθως στον πληθυντικό), επίπλωση και εξοπλισμός 2. το να φτιάχνεις ή να καθιστάς κατάλληλο, το να προσαρμόζεσαι στις περιστάσεις.
Sistem tehnic obținut din montarea unor piese, mecanisme.
Ένας οικοδόμος που ειδικεύεται στην κατασκευή στεγών, σκελετού και εξωτερικού πετσώματος, που έχουν εφαρμογή στην αρχιτεκτονική κατοικιών.
Care repară acoperişuri; reparatoriu care acoperă o pagubă. Persoană cu pregătirea tehnică necesară care participă la proiectarea sau la executarea unei lucrări de construcție.
Ειδική διαδικασία για την υποβολή ανταγωνιστικών προσφορών από διαφορετικούς υποψηφίους που επιθυμούν να εκτελέσουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της αρχιτεκτονικής, του σχεδιασμού, της πολεοδομίας ή της αρχιτεκτονικής τοπίου.
Căutare, cerință; cantitate de bunuri și de servicii necesare pentru a acoperi consumul. Raportul dintre necesitatea de cumpărare și cantitatea de mărfuri aduse pe piață.
Ένας διαγωνισμός για κάποιο βραβείο, τιμητική διάκριση, ή όφελος. Στην οικοδομική βιομηχανία ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός είναι ένας διαγωνισμός μεταξύ αρχιτεκτόνων με τίμημα ένα βραβείο ή μια ανάθεση έργου.
Întrecere, rivalitate într-un domeniu de activitate. Rivalitate comercială, luptă dusă cu mijloace economice între industriași, comercianți, monopoluri, țări pentru acapararea pieței, desfacerea unor produse, pentru clientelă și pentru obținerea unor câștiguri cât mai mari.
Το ξύλο είναι προϊόν που προέρχεται από δέντρα ή και άλλα ινώδη φυτά, και χρησιμοποιείται για κατασκευαστικούς σκοπούς, όταν κοπεί ή συμπιεστεί σε ξυλεία και ξύλο, όπως σανίδες, μαδέρια και παρόμοια υλικά.
Țesut conducător al unor plante superioare, alcătuit din trahee, parenchim și fibre cu lignină, folosit ca material de construcție, drept combustibil.
μια περιοχή που έχει σημανθεί για διοικητικούς ή άλλους σκοπούς
o regiune creata pentru scopuri administrative sau de altă natură
Ένας ξυλουργός (οικοδόμος) είναι ένα εξειδικευμένο τεχνίτης που ασκεί την ξυλουργική. Οι ξυλουργοί δουλεύουν με το ξύλο για να κατασκευάσουν, να εγκαταστήσουν και να συντηρούν κτίρια, έπιπλα και άλλα αντικείμενα. Η εργασία τους μπορεί να περιλαμβάνει χειρωνακτική εργασία και εργασία σε εξωτερικούς χώρους.
Un tâmplar (constructor) este un meserias calificaţ, care face lucrari de dulgherie. Tamplarii lucreaza cu lemnul, pentru a construi, instala şi întreţine clădiri, mobilier şi alte obiecte. Aceasta activitate implica muncă manuală şi,uneori,lucrul în aer liber.
Το σκυρόδεμα είναι ένα σύνθετο δομικό υλικό που προέρχεται από το συνδυασμό αδρανών υλικών και ενός συνδετικού υλικού, όπως το τσιμέντο.
Betonul este un material de constructie compozit ,obtinut din combinaţia dintre elemente agregate şi un liant, cum ar fi cimentul.
Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες.
Organizatie comerciala care presteaza o serie de servicii in domeniul arhitecturii. De obicei,intr-o agentie lucreaza mai multi arhitecti.
Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.
Oţelul este un aliaj,format, în cea mai mare parte din fier şi carbon.
Ο εργαζόμενος που διαθέτει ειδικές ικανότητες στην οικοδομική βιομηχανία. Ένας οικοδόμος μπορεί να είναι κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, ξυλουργός ...
Muncitor cu abilitati speciale in industria constructiilor. Un constructor poate fi un zidar, electrician, instalator, zugrav, tamplar..
Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες
Organizaţie comercială care oferă anumite servicii in arhitectura. De obicei,grupeaza mai multi arhitecti.
Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.
Oţelul este un aliaj,format, în cea mai mare parte ,din fier şi carbon.
Μια δομή που υποστηρίζει την οροφή, το δάπεδο ή τους τοίχους.
O structură de sprijin acoperiş, pardoseala sau pereti.
Ο στόχος των προσπαθειών για τη μείωση του ποσού της ενέργειας που απαιτείται για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών: ντόπια υλικά, φιλικά προς το περιβάλλον, στεγανός σχεδιασμός κτιρίων που περιλαμβάνει: ενεργειακώς αποδοτικά παράθυρα, καλά σφραγισμένα πόρτες, πρόσθετη θερμική μόνωση τοίχων και οροφής, εξαερισμό, πλάκες υπογείου και θεμέλια που μπορούν να μειώσουν την απώλεια θερμότητας.
Scopul eforturilor de a reduce cantitatea de energie necesară pentru a oferi produse si servicii: locale sfârşitul materiale eco-friendly, design strans clădire, inclusiv Ferestre eficiente energetic, bine sigilate usi, izolare termică suplimentară de pereţi şi acoperiş, ventilaţie, subsol plăci şi fundaţii pot reduce pierderile de căldură.
Η πράξη με την οποία παρέχουμε καθαρό αέρα και απομακρύνουμε τον βρώμικο αέρα από ένα κλειστό χώρο. Ένα μηχανικό σύστημα σε ένα κτίριο που παρέχει καθαρό αέρα.
Acțiunea de a aproviziona aer curat și de a scăpa de aerul viciat dintr-un spațiu închis. Un sistem mecanic dintr-o clădire care alimentează cu aer curat.
Κάθε μεγάλο αντικείμενο που τοποθετείται μόνιμα στη γήινη επιφάνεια ή στην έκτασή της, ως αποτέλεσμα κατασκευής, καθώς και η διάταξη των μερών της. Μπορεί να υπάρχουν κτιριακές και μη κτιριακές κατασκευές, φτιαγμένες από ανθρώπους ή από ζώα.
Orice obiect mare fixate permanent la suprafaţa Pământului sau în orbita sa, construcţie şi amenajare a părţilor sale. Poate fi clădiri şi structuri nonbuilding, şi om sau animal-făcute.
1. Η πράξη της βελτίωσης μέσω της ανανέωσης και της αποκατάστασης 2. Η κατάσταση επαναφοράς στην πρότερη καλή κατάσταση.
1. Actul de îmbunătăți prin reînnoire și recondiționare. 2. Caracteristica de fi restaurat aproape la forma sa inițială.
Το έργο του κουφωματά, η κατασκευή και εγκατάσταση εξαρτημάτων στα κτίρια με υλικά όπως το ξύλο και αλουμίνιο.
Activitatea de tamplarie, fabricarea şi instalarea de armături în clădiri cu materiale din lemn şi aluminiu.
Τα δομικά υλικά χρησιμοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο για τη δημιουργία κτιρίων και κατασκευών. Μπορούν να είναι φυσικά υλικά: ξύλο, ασβέστης, σκοινί, κυτταρίνη, μαλλί, και συνθετικά υλικά: χάλυβας, γύψος, κεραμικό, γυαλί, πλαστικό, τσιμέντο.
Materiale de construcție folosite în industria construcțiilor pentru a ridica clădiri și structuri. Aceste materiale pot fi naturale : lemn, calcar, funii, celuloză, lână și sintetice: oțel, gips, ceramică, sticlă, plastic, beton.
Ένας τεχνίτης που δουλεύει με πέτρα, τούβλο, μπετόν. Η τοιχοποιία συνήθως χρησιμοποιείται σε τοίχους κτιρίων, τοίχους αντιστήριξης και σε μνημεία
Un meserias care lucrează cu piatră, cărămidă, beton. Zidaria este frecvent utilizata pentru zidurile clădirilor, ziduri de sprijin şi monumente
Η πράξη με την οποία προστατεύουμε κάτι, τυλίγοντάς το με υλικό που μειώνει ή προλαμβάνει τη μετάδοση του ήχου ή της θερμότητας ή του ηλεκτρισμού. Το υλικό που προορίζεται για το σκοπό αυτό ονομάζεται μόνωση.
Actul de a acoperi ceva acoperindu-l cu un material care reduce sau previne transmisia de sunete, căldură sau electricitate. Materialul necesar acestui obiectiv.
Το πλαίσιο που υποστηρίζει μια πόρτα ή ένα παράθυρο (κάσα παραθύρου).
Cadrul care sustine o uşă sau o fereastră(rama ferestrei).
Σχεδιασμένο για ή προσαρμοσμένο σε μια λειτουργία ή χρήση.
Conceput sau adaptat pentru o funcţie sau o anumita utilizare.
Η πλευρά του κτιρίου που φαίνεται πρώτη, ή γενικά μια πλευρά ενός κτηρίου.
Parte a unei clădiri, care se vede în primul rând,sau,in general o parte a unei clădiri.
Αυτός που δεν επιτρέπει στο νερό να περάσει από μέσα, αυτός που εμποδίζει τις διαρροές.
Care nu permite apei sa intre sau sa iasa în afară, care impiedica scurgerile.
[Επίθ]: Αυτός που βρίσκεται ή που ταιριάζει στον υπαίθριο ή τον εξωτερικό χώρο ενός κτιρίου # [n] [n]: η περιοχή που βρίσκεται έξω από κάτι
[adj.]: situată în sau potrivite pentru aer liber sau în afara de o clădire # [n] [n]: regiunea care este ceva
Κτιριακή προσθήκη είναι το τμήμα του κτιρίου (αποτελούμενο από έναν ή περισσότερους χώρους) που έχει προστεθεί στο υφιστάμενο, αρχικό κτίριο.
Un plus de constructii este o parte din o clădire (o camera sau mai mult), care a fost adăugat la existente şi clădire originală.
Λέγεται για ένα κτίριο, ένα περιβάλλον ή μια διαμόρφωση που ήδη υφίσταται, είναι υπαρκτό, και με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί ο αρχιτέκτονας.
Se spune de o clădire, un mediu sau un peisaj care există, este prezent în prezent şi că arhitectul are a face cu.
Επίχρισμα είναι μια κάλυψη που εφαρμόζεται στην επιφάνεια ενός αντικειμένου και που συνήθως αναφέρεται ως υπόστρωμα. Σε πολλές περιπτώσεις, τα επιχρίσματα εφαρμόζονται για να βελτιώσουν τις ιδιότητες της επιφάνειας του υποστρώματος, όπως η εμφάνιση, πρόσφυση, υγρό-ικανότητα, την αντίσταση στη διάβρωση, αντοχή στη φθορά και αντοχή στις γρατζουνιές.
De acoperire este o acoperire care se aplică la suprafaţa unui obiect, de obicei, menţionată ca substrat. În multe cazuri acoperiri sunt aplicate pentru a îmbunătăţi proprietăţile suprafeţei de substrat, cum ar fi aspectul, aderenţă, capacitatea de umed, rezistenta la coroziune, rezistența la uzură şi rezistenţă zero.
Ο φωτισμός είναι η εσκεμμένη εφαρμογή του φωτός με σκοπό να επιτευχθεί κάποιο αισθητικό ή πρακτικό αποτέλεσμα. Ο φωτισμός περιλαμβάνει τη συνδυασμένη χρήση τεχνιτών πηγών φωτός όπως λάμπες, αλλά και τον φυσικό φωτισμό των εσωτερικών χώρων από το φυσικό φως.
Iluminat este aplicarea deliberată de lumină pentru a realiza un efect estetic sau practice. Iluminat include utilizarea de ambele surse luminoase artificiale, cum ar fi lămpi şi iluminarea naturală de interioare la lumina zilei.
Σε πολλές κατοικίες και σε βιομηχανικά κτίρια μια πλάκα, υποστηριζόμενη από τη θεμελίωση ή τοποθετημένη απευθείας στο έδαφος, χρησιμοποιείται για την κατασκευή του ισογείου ενός κτιρίου.
În multe clădiri interne şi industriale o lespede, sprijinit pe fundatii sau direct pe sol sub, este folosit pentru a construi la primul etaj al unei clădiri
Πέτσωμα είναι το εξωτερικό περίβλημα ή η επένδυση ενός σπιτιού που έχει ως στόχο να απομακρύνει το νερό και να προστατεύει από τις επιπτώσεις του καιρού. Σε ένα κτήριο που χρησιμοποιείται πέτσωμα, μπορεί να λειτουργεί ως βασικό αισθητικό στοιχείο της κατασκευής και να επηρεάζει άμεσα την αξία του ακινήτου του.
Siding este exterior sau schelete de casă menit să verse apa şi proteja de efectele vremii. Pe o clădire care utilizează siding, poate acţiona ca un element-cheie în frumuseţea estetice ale structurii şi influenţa în mod direct valoarea de proprietate.
Ο σχιστόλιθος είναι ένα λεπτόκοκκο, ομοιογενές μεταμορφωσιγενές πέτρωμα, σε φύλλα, το οποίο προέρχεται από ένα πρωτότυπο αργιλικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από άργιλο ή ηφαιστειακή τέφρα, μέσω χαμηλής ποιότητας μεταμορφωσιγένειας.
Ardezia este o rocă porifirică, foliată, metamorfică, omogenă care derivă dintr-o rocă sedimentară de tip șist argilos.
[Επίθ] Αυτό που βρίσκεται εντός ή είναι κατάλληλο για το μέσα ενός κτιρίου [ν] η εσωτερική ή κλειστή επιφάνεια κάποιου χώρου
[adj.] situate în interiorul sau potrivit pentru din interiorul unei clădiri [n] interior sau închise suprafata de ceva
Εξοπλισμός με έπιπλα και όργανα που καθιστούν ένα δωμάτιο ή ένα οποιοδήποτε χώρο έτοιμο προς κατοίκηση.
Mobile care transformă o încăpere sau oricare altă suprafață gata pentru domiciliere.
Η πράξη της επεξεργασίας της μορφής (κάνοντας ένα σκίτσο ή το σκιαγραφώντας ένα σχέδιο).
Acțiunea de a efectua forma a orice (adică a reliza o schiță sau un plan).
Κάθε εργασία που έχει αναληφθεί ή επιχειρείται να αναληφθεί. Στην αρχιτεκτονική ο όρος "έργο" χρησιμοποιείται για να κατονομάσει την υλοποίηση ενός κτιρίου.
Orice lucrare care este întreprinsă. În arhitectură, înseamnă un proiect care este folosit pentru a denumi realizarea unei construcții.
Η διαδικασία του σχεδιασμού, της οργάνωσης, στελέχωσης, διεύθυνσης και ελέγχου της παραγωγής ενός κτιρίου.
Procesul de planificare, organizare, angajare de personal, coordonare și supraveghere a ridicării clădirii.
Μια επίσημη οργάνωση αρχιτεκτόνων, που στόχο έχει να ενημερώνει και να παράγει κείμενα που διέπουν το επάγγελμα.
O organizaţie formală a arhitecţilor, care are ca scop informarea membrilor şi elaborarea regulilor care reglementează profesia.
Ο νικητής ενός διαγωνισμού αρχιτεκτονικής παίρνει την εντολή να υλοποιήσει ένα αρχιτεκτονικό έργο.
Câștigătorul unui concurs de arhitectură căruia îi este încredințată realizarea un proiect arhitectural.
Τα διοικητικά γραφεία μιας δημοτικής διακυβέρνησης.
Sediul social al unui guvern municipal
Ένας μηχανικός αρμόδιος για την πολεοδόμηση, δηλαδή για τη την αναβάθμιση των μεταφορών, της ζωής, της στέγασης σε μια πόλη.
Un secretar responsabil cu planificarea orașului, că este modernizarea transporturilor, viata, locuinţe de un oraş.
1. σχετικός με αγροτικές περιοχές 2. που κατοικεί ή που έχει χαρακτηριστικά καλλιέργειας ή επαρχιώτικης ζωής
1. referitor la zonele rurale 2. care trăiesc în sau care sunt caracteristice pentru agricultura sau pentru viaţa de la ţară
1.Ευρισκόμενος ή χαρακτηριστικός μιας πόλης ή της ζωής στην πόλη. 2. Σχετικός με μια πόλη ή με μια πυκνοκατοικημένη περιοχή.
1.Situat sau caracteristic pentru un oraş sau pentru viata citadina. 2.Relativ sau care se refera,la un oraş sau zonă dens populată.