Home > Blossary: Architecture contemporaine
Base de données terminologique créée dans le cadre du cours de terminologie du Master2 DTIC à l'UBS de Vannes, France.

Category:

49 Terms

Created by: Kizsok

Number of Blossarys: 1

My Terms
Collected Terms

Η διαδικασία του σχεδιασμού, της οργάνωσης, στελέχωσης, διεύθυνσης και ελέγχου της παραγωγής ενός κτιρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

O processo de planejar, organizar contratar mão-de-obra, dirigir e controlar a produção de um edifício.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας μηχανικός αρμόδιος για την πολεοδόμηση, δηλαδή για τη την αναβάθμιση των μεταφορών, της ζωής, της στέγασης σε μια πόλη.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Engenheiro responsável pelo o planejamento da cidade, ou seja, pela melhoria de transportes, vida e habitação de uma cidade.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. σχετικός με αγροτικές περιοχές 2. που κατοικεί ή που έχει χαρακτηριστικά καλλιέργειας ή επαρχιώτικης ζωής

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

1. relativo às zonas rurais 2. que vive ou é característico da agricultura ou da vida no campo.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Τα διοικητικά γραφεία μιας δημοτικής διακυβέρνησης.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Os escritórios administrativos de um governo municipal.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Organização comercial que fornece um conjunto de serviços em arquitetura. Geralmente reúne vários arquitetos.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

O aço é uma liga que consiste principalmente de ferro e carbono.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Σχεδιασμένο για ή προσαρμοσμένο σε μια λειτουργία ή χρήση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Projetado ou adaptado para uma função ou uso.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Η πλευρά του κτιρίου που φαίνεται πρώτη, ή γενικά μια πλευρά ενός κτηρίου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

O lado de um edifício que é visto primeiro, ou geralmente um lado de um edifício.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εξοπλισμός με έπιπλα και όργανα που καθιστούν ένα δωμάτιο ή ένα οποιοδήποτε χώρο έτοιμο προς κατοίκηση.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Mobiliário, os instrumentos que fazem uma sala ou outra área pronta para ser ocupada.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Κτιριακή προσθήκη είναι το τμήμα του κτιρίου (αποτελούμενο από έναν ή περισσότερους χώρους) που έχει προστεθεί στο υφιστάμενο, αρχικό κτίριο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Um anexo de construção é uma parte de um edifício (um quarto ou mais) que tenha sido adicionado ao edifício existente e original.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο φωτισμός είναι η εσκεμμένη εφαρμογή του φωτός με σκοπό να επιτευχθεί κάποιο αισθητικό ή πρακτικό αποτέλεσμα. Ο φωτισμός περιλαμβάνει τη συνδυασμένη χρήση τεχνιτών πηγών φωτός όπως λάμπες, αλλά και τον φυσικό φωτισμό των εσωτερικών χώρων από το φυσικό φως.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

A iluminação é a aplicação deliberada de luz para conseguir algum efeito estético ou prático. Iluminação inclui o uso de ambas as fontes artificiais de luz, como lâmpadas, e iluminação natural de interiores com a luz do dia.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[Επίθ] Αυτό που βρίσκεται εντός ή είναι κατάλληλο για το μέσα ενός κτιρίου [ν] η εσωτερική ή κλειστή επιφάνεια κάποιου χώρου

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

[Adj] situado dentro ou adequados para a parte interna de um edifício [n] a superfície do interior ou de algo fechado

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας ξυλουργός (οικοδόμος) είναι ένα εξειδικευμένο τεχνίτης που ασκεί την ξυλουργική. Οι ξυλουργοί δουλεύουν με το ξύλο για να κατασκευάσουν, να εγκαταστήσουν και να συντηρούν κτίρια, έπιπλα και άλλα αντικείμενα. Η εργασία τους μπορεί να περιλαμβάνει χειρωνακτική εργασία και εργασία σε εξωτερικούς χώρους.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Um carpinteiro (construtor) é um artesão habilidoso que executa carpintaria. Carpinteiros trabalham com madeira para construir, instalar e manter edifícios, móveis e outros objetos. O trabalho pode envolver trabalho manual e trabalho ao ar livre.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ένας διαγωνισμός για κάποιο βραβείο, τιμητική διάκριση, ή όφελος. Στην οικοδομική βιομηχανία ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός είναι ένας διαγωνισμός μεταξύ αρχιτεκτόνων με τίμημα ένα βραβείο ή μια ανάθεση έργου.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Um concurso para algum prêmio, honra ou vantagem. Na indústria da construção uma competição de arquitetura é um concurso entre arquitetos para obter um prêmio por um trabalho conceitual ou uma ordem para fazer um edifício.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Το σκυρόδεμα είναι ένα σύνθετο δομικό υλικό που προέρχεται από το συνδυασμό αδρανών υλικών και ενός συνδετικού υλικού, όπως το τσιμέντο.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Concreto é um material de construção composto feito a partir da combinação de agregados e um ligante como cimento.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Ο εργαζόμενος που διαθέτει ειδικές ικανότητες στην οικοδομική βιομηχανία. Ένας οικοδόμος μπορεί να είναι κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, ξυλουργός ...

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Um trabalhador que tenha habilidades especiais na indústria da construção. Um construtor pode ser pedreiro, eletricista, encanador, pintor, carpinteiro...

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Organização comercial que fornece um conjunto de serviços em arquitetura. Geralmente reúne vários arquitetos.

Domain: Architecture; Category: Architecture contemporaine

Member comments


( You can type up to 200 characters )

Δημοσίευση  
Other Blossarys